- χάψη
- η(λ. τουρκ.), φυλακή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χάψη — η, Ν (διαλ. τ.) φυλακή. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. hapsi] … Dictionary of Greek